- ολιγανδρία
- η (Α ὀλιγανδρία) [ολίγανδρος]η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῡν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγανδρίᾳ — ὀλιγανδρίαι , ὀλιγανδρία scantiness of men fem nom/voc pl ὀλιγανδρίᾱͅ , ὀλιγανδρία scantiness of men fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγανδρίας — ὀλιγανδρίᾱς , ὀλιγανδρία scantiness of men fem acc pl ὀλιγανδρίᾱς , ὀλιγανδρία scantiness of men fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγανδρίαν — ὀλιγανδρίᾱν , ὀλιγανδρία scantiness of men fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολίγανδρος — ὀλίγανδρος, ον (Α) αυτός που παρουσιάζει ολιγανδρία, που έχει σπανιότητα ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. πολύ ανδρος] … Dictionary of Greek